• Άργους 46 και Ικονίου

  • +30 6932694796

  • vasiliskar1985@yahoo.com

Συχνές ερωτήσεις - Πρόληψη

Πρόληψη

a doctor looking at results from a 3d mammogramΠερίπου μία στις πέντε γυναίκες, εμφανίζει καλοήθη πάθηση του μαστού κάποια στιγμή στη ζωή της. Τα περισσότερα ψηλαφητά μορφώματα (8 στα 10) στο μαστό είναι καλοήθη. Μπορεί αυτά να είναι μία κύστη που περιέχει υγρό ή ένα ινοαδένωμα (υπερβολική ανάπτυξη ινώδους ιστού) και μπορούν να θεραπευτούν με μεγάλη ευκολία. Μπορεί να ανευρεθούν είτε κατά τον τακτικό ετήσιο γυναικολογικό έλεγχο είτε κατά την αυτοεξέταση του μαστού.

Οι κύστεις του μαστού δεν είναι ασυνήθεις και αφορούν μια τοπική συλλογή υγρού. Η κύστη έχει ομαλή υφή, μετακινείται εύκολα, μπορεί να είναι μαλακή και πολλές φορές είναι επώδυνη, ενώ συχνά παρουσιάζονται και στους δύο μαστούς και μπορούν να αναπτυχθούν σε οποιοδήποτε σημείο. Περίπου 10% των γυναικών αναπτύσσουν υποτροπιάζουσες κύστεις. Οι κύστεις είναι ορμοεξαρτώμενες, με συνέπεια να παρουσιάζονται συχνότερα σε γυναίκες ηλικίας μεταξύ 30 και 50 ετών και να εξαφανίζονται μετά την εμμηνόπαυση, ενώ η θεραπεία με υποκατάσταση ορμονών μπορεί να προκαλέσει την αρχική ανάπτυξη ή την επανεμφάνισή τους όπως συμβαίνει και πριν εμμηνόπαυση.

Τα ινοαδενώματα είναι αλλοιώσεις που αποτελούνται από ινώδη και αδενικό ιστό, και μπορεί να προκαλέσουν δυσφορία ή/και να μεγαλώσουν με τον καιρό ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αποτελούν τον πιο κοινό όγκο σε γυναίκες νεαρής ηλικίας, μεταξύ 20 - 30 ετών, παρόλο που γνωρίζουμε ότι μπορεί να αναπτυχθούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Μπορούν να μετακινηθούν με ευκολία κάτω από το δέρμα μετά από πίεση με τα δάκτυλα κατά την ψηλάφηση, ενώ από τη στιγμή που έχει επιβεβαιωθεί ότι κάποιος όγκος είναι ινοαδένωμα δεν υπάρχει λόγος να αφαιρεθεί, εκτός εάν το επιθυμεί η γυναίκα. Αν ένας όγκος είναι μικρότερος του ενός εκατοστού, δεν μεγαλώνει ή δεν καθίσταται επώδυνος ή όταν μια γυναίκα έχει υπερβεί την ηλικία των 30 ετών, ο γιατρός μπορεί να προτείνει την αφαίρεσή του. Η εγχείριση είναι απλή και συνήθως γίνεται χωρίς να υπάρξει εισαγωγή στο νοσοκομείο. Ο όγκος αποστέλλεται για παθολογοανατομική εξέταση, ενώ η αφαίρεση ενός ινοαδενώματος δεν βλάπτει καθόλου το μαστό και δεν θα επηρεάσει την ικανότητα για θηλασμό. Τα ινοαδενώματα δεν επανεμφανίζονται αν αφαιρεθούν ολοκληρωτικά, ωστόσο είναι πιθανό μελλοντικά να αναπτυχθεί κάποιο άλλο, σε διαφορετικό σημείο του μαστού.

Οι ινοκυστικές αλλοιώσεις του μαστό αποτελούν το πιο συχνό αίτιο ανησυχίας στις γυναίκες ηλικίας 40 - 50 ετών, με το ποσοστό αυτών να αγγίζει το 40%. Το προεξαρχον σύμπτωμα μπορεί να είναι η μαστοδυνία, ενώ οι εν λόγω αλλοιώσεις προκαλούνται από αλλαγές στα επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως. Οι ορμόνες προκαλούν διαστολή των αιμοφόρων αγγείων, διόγκωση των γαλακτοφόρων πόρων και διήθηση των πόρων από την κατακράτηση υγρού στο μαστό. Αυτό αντιλαμβάνεται από τη γυναίκα ως αίσθημα φουσκώματος, με έντονη ευαισθησία ή με την παρουσία εξογκμάτων. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα οι μαστοί, συνήθως, επιστρέφουν στο φυσιολογικό, όπως ήταν δηλαδή προηγουμένως. Οι ινοκυστικές αλλοιώσεις μπορεί να εμφανίζονται και στους δύο μαστούς, συχνά στο άνω και έξω τεταρτημόριο, όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση του μαζικού αδένα ή στην κάτω πλευρά του μαστού. Η δυσφορία μπορεί να κυμαίνεται από έναν ήπιο πόνο μέχρι χαρακτηριστική ευαισθησία στην ψηλάφηση ή ακόμα και έξαψη. Οι αλλαγές αυτές συνήθως εξαφανίζονται μετά την εμμηνόπαυση και αυτό επιβεβαιώνει το ρόλο των ορμονών στην εν λόγω πάθηση. Συνήθως, δεν είναι απαραίτητη η ειδική θεραπεία, ενώ πολλές φορές τα παυσίπονα και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη μπορεί να φανούν επιβοηθητικά.

Όσον αφορά τον καρκίνο του Μαστού είναι η πιο συχνή μορφή καρκίνου σήμερα στις γυναίκες. Σπάνια εμφανίζεται πριν τα 30 χρόνια. Πιο συχνά προσβάλλει ηλικίες μεταξύ 50 και 70 ετών. Σήμερα οι γυναίκες δεν χρειάζεται να κάνουν συνήθως μαστεκτομή (ολική αφαίρεση του στήθους), διότι η αφαίρεση του όγκου ακολουθούμενη από ακτινοθεραπεία ή/και ορμονοθεραπεία είναι το ίδιο αποτελεσματική. Δεν είναι ακόμη γνωστό τι ακριβώς προκαλεί τον καρκίνο του μαστού. Είναι γνωστό όμως ότι ορισμένες καταστάσεις που λέγονται παράγοντες κινδύνου συνδέονται με τη νόσο. Αυτούς τους παράγοντες τους χωρίζουμε σε 3 κατηγορίες. Πρόκειται για τους μη μεταβλητούς παράγοντες, όπως το φύλο, η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό (ο καρκίνος του μαστού είναι πιο συχνός σε γυναίκες που η μητέρα, η αδελφή, ή η γιαγιά έπασχε ή πάσχει από τη νόσο), τη φυλή (πιο συχνά εντοπίζεται στη λευκή φυλή), την προηγούμενη ακτινοθεραπεία και τους γενετικούς παράγοντες (μετάλλαξη γονιδίων όπως το BRCA1 και BRCA2). Άλλοι παράγοντες είναι αυτοί που προέρχονται από τον τρόπο ζωής όπως η ατεκνία (γυναίκες χωρίς παιδιά ή που γέννησαν μετά τα 30 το πρώτο τους παιδί έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού), η χρήση αντισυλληπτικών δισκίων (μειώνουν τις πιθανότητες καρκίνου του μαστού), η θεραπεία ορμονικής αποκατάστασης (οιστρογόνα με προγεστερόνη, αυξάνουν ελαφρά την πιθανότητα καρκίνου του μαστού), η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός (μειώνουν ελαφρά την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού) και η διατροφή με το αλκοόλ (σε υπέρβαρες γυναίκες υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού). Τέλος, υπάρχουν και κάποιοι παράγοντες που μένει να διευκρινισθεί ο ρόλος τους όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος από εντομοκτόνα και αγροτικά φάρμακα και το κάπνισμα, ιδίως αν αρχίζει κατά την εφηβική ηλικία.

Όσο νωρίτερα διαγνωσθεί ο καρκίνος του μαστού τόσο περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν για τη θεραπεία του. Στις μικρές ηλικίες (20-40 έτη) συνιστάται η αυτοεξέταση του μαστού κάθε μήνα, ενώ μετά τα 40 απαιτείται τόσο κλινική εξέταση, όσο και μια σειρά προληπτικών εξετάσεων (μαστογραφία, υπερηχογράφημα μαστού). Η αυτοεξέταση του μαστού περιλαμβάνει την παρατήρηση πιθανών αλλαγών στο μέγεθος και το σχήμα των μαστών, αλλαγές στο σχήμα και στην υφή των θηλών, καθώς και αν υπάρχει έκκριση από αυτές. Ο έλεγχος γίνεται με 3 τρόπους: 1) σε όρθια στάση με τα χέρια χαλαρά κρεμασμένα κάτω, 2) σηκώνοντας τα χέρια ψηλά πάνω από το κεφάλι, παρατηρούμε πώς ακολουθούν την κίνηση οι μαστοί και προσέχουμε για τυχόν αλλαγές της επιφάνειας του δέρματος των μαστών, 3) με τα χέρια στη μέση παρατηρούμε για αλλαγές στο περίγραμμα των μαστών ή για τυχόν τράβηγμα σε κάποια περιοχή. Η ψηλάφηση ολοκληρώνεται με την ψηλάφηση της μασχαλιαίας χώρας για την ύπαρξη πιθανού διογκωμένου λεμφαδένα.

Η κλινική εξέταση αφορά γυναίκες μεταξύ 20-40 ετών, οι οποίες πρέπει οπωσδήποτε να υποβάλλονται στην εν λόγω εξέταση κάθε 3 χρόνια από τον θεράποντα ιατρό τους. Μετά τα 40 έτη αυτή η εξέταση θα πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο κατά τον τακτικό γυναικολογικό έλεγχο, ενώ είναι σημαντικό να πραγματοποιείται  πριν από κάθε άλλη εξέταση (μαστογραφία, υπερηχογράφημα).

Η μαστογραφία είναι η ακτινογραφία του μαστού με ένα ειδικό μηχάνημα, τον μαστογράφο. Με την μαστογραφία παίρνουμε πληροφορίες για ψηλαφητά ογκίδια αλλά και για μη ψηλαφητές ανωμαλίες. Η πρώτη μαστογραφία πρέπει να γίνεται σε ηλικία 35-40 ετών και αποτελεί τη μαστογραφία αναφοράς για το μέλλον. Μετά τα 40 η γυναίκα πρέπει να κάνει προληπτικά κάθε χρόνο μαστογραφία, ώστε να προλαμβάνεται οποιαδήποτε πιθανή καλοήθης ή κακοήθης εξαλλαγή.

Το υπερηχογράφημα μαστού είναι μια απλή εξέταση η οποία χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα για να σχηματίσει μια εικόνα του μαστού. Είναι πολύ ευαίσθητο και μπορεί να ξεχωρίσει για παράδειγμα, τη διαφορά ανάμεσα σε ένα συμπαγή όγκο και μια κύστη, ενώ σε συνδυασμό με τη μαστογραφία προσφέρει τη δυνατότητα διάγνωσης του 90-95% των βλαβών του μαστού.

Αν κατά τη μαστογραφία και το υπερηχογράφημα του μαστού διαπιστωθεί κάποιος όγκος, τότε μπορεί να πραγματοποιηθούν συμπληρωματικές εξετάσεις όπως η μαγνητική τομογραφία και η κυτταρολογική εξέταση με βιοψία για την τελική διάγνωση και περαιτέρω αντιμετώπιση.

Η μαγνητική τομογραφία με χρήση ενδοφλέβιας χορήγησης σκιαγραφικής ουσίας είναι η πιο ευαίσθητη συμπληρωματική απεικονιστική μέθοδος. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να καθορίσουμε την τοπική έκταση της κακοήθους βλάβης, όταν έχουμε διηθητικό λοβιακό καρκίνο του μαστού καθώς και επιβοηθητικά προεγχειρητικά. Σε καμία περίπτωση η μαγνητική τομογραφία δεν πρέπει να αντικαταστήσει την κλασική μαστογραφία και το υπερηχογράφημα, καθώς αποτελεί συμπληρωματική μέθοδο. Έτσι λοιπόν, καμιά εξέταση δεν καταργεί την άλλη, αλλά τη συμπληρώνει για να γίνει έλεγχος για τυχόν εξάπλωση του καρκίνου σε κάποιο άλλο μέρος του σώματος.

Σήμερα, τα όπλα που διαθέτουμε για την καταπολέμηση του καρκίνου του μαστού μπορούμε να τα χωρίσουμε σε 2 κατηγορίες. Την τοπική θεραπεία, που έχει σκοπό να αντιμετωπίσει τον όγκο χωρίς να επηρεάσει το υπόλοιπο σώμα και περιλαμβάνει τη χειρουργική εκτομή και την ακτινοθεραπεία, καθώς και τη συστηματική θεραπεία, κατά την οποία χορηγούμε μέσω της κυκλοφορίας του αίματος ή από το στόμα φάρμακα ώστε να αντιμετωπισθούν τα καρκινικά κύτταρα που πιθανώς έχουν διασκορπιστεί έξω από τον μαστό και περιλαμβάνει την ορμονοθεραπεία και τη χημειοθεραπεία.

Η διάγνωση του καρκίνου του μαστού είναι μια εμπειρία πολύ τραυματική για τις περισσότερες γυναίκες. Πολλές γυναίκες νιώθουν απογοητευμένες και αγχωμένες ή σκέφτονται τις αλλαγές που πρέπει να κάνουν στη ζωή τους επειδή θα πρέπει να είναι στο νοσοκομείο και να τους παρέχεται θεραπεία. Η θεραπεία μπορεί να προκαλέσει αίσθημα κούρασης, λήθαργου και κακής ψυχολογικής κατάστασης που γρήγορα θα ξεπεραστεί. Οι γυναίκες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να μιλούν με το σύντροφό τους και να αναζητούν ψυχολογική υποστήριξη, καθώς και να θυμούνται πως η χημειοθεραπεία και η ακτινοβολία δεν μειώνουν τη σεξουαλικότητα μιας γυναίκας. 

dt 160624 hpv vaccine syringe vial 800x600Τα anti-HPV εμβόλια αποτελούνται από κενά πρωτεϊνικά κελύφη με ιόμορφα σωματίδια (VLP’s Virus-like Particles). Παρασκευάζονται με μεθόδους ανασυνδυασμένου DNA, ενώ δεν περιέχουν DNA ή ζώντες ιούς και είναι μη-μολυσματικά. Είναι τόσο σπουδαίο, καθώς είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που ένα εμβόλιο μπορεί να προσφέρει προστασία από τον καρκίνο.

Σε σύνολο 72 χωρών σε Εθνικά Προγράμματα Εμβολιασμών έναντι του HPV, στις 75 πραγματοποιείται μόνο σε κορίτσια ή/και γυναίκες, ενώ σε 15 χώρες πραγματοποιείται και στα 2 φύλα.  Η υψηλή εμβολιαστική κάλυψη είναι ο κύριος παράγοντας επιτυχίας της εφαρμογής του εμβολιασμού, με την εμβολιαστική κάλυψη της Αυστραλίας να αγγίζει το 70%, ενώ στην Ελλάδα μόλις το 35%.

Το εμβόλιο περιέχει σωματίδια όμοια με τους οροτύπουςτου HPV και προκαλεί την παραγωγή αντισωμάτων από τον οργανισμό που αδρανοποιούν τον ιό. Τα αντισώματα παραμένουν στον οργανισμό για περισσότερα από 10 έτη, ενώ τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά σε όλες τις γυναίκες που δεν έχουν προσβληθεί από τους ιούς που περιέχονται στα εμβόλια. Σύμφωνα με το νέο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού (ΕΠΕ) ο εμβολιασμός συστήνεται ανεξάρτητα από τη έναρξη ή όχι των επαφών σε γυναίκεςηλικίας 11-26 ετών, ενώ το νέο ΕΠΕ συστήνει ότι 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 6 μηνώναρκούν στις ηλικίες 11-15 ετών, ενώ για τις ηλικίες μετά τα 15 έτη χορηγούνται 3 δόσεις σε διάστημα 6 μηνών, με τη δεύτερη δόση να πραγματοποιείται 1 ή 2 μήνες μετά την πρώτη δόση.

Υπάρχουν τρία διαθέσιμα εμβόλια, το διδύναμο, το τετραδύναμο και το εννεαδύναμο, το οποίο εγκρίθηκε και διατίθεται από τον Δεκέμβριο του 2014. Το διδύναμο και το τετραδύναμο εμβόλιο έχουν 100% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη των ογκογόνων τύπων 16 και 18 (70% των καρκίνων τραχήλου της μήτρας), ενώ το τετραδύναμο εμβόλιο έχει 100% αποτελεσματικότητα και στην πρόληψη των οροτύπων 6 και 11 (90% των περιπτώσεων γεννητικών κονδυλωμάτων). Παράλληλα, το διδύναμο και το τετραδύναμο εμβόλιο έχουν 68,4% και 32,5% αντίστοιχα διασταυρούμενη αποτελεσματικότητα, για άλλους 10 ογκογόνους τύπους του HPV (16% των καρκίνων του τραχήλου της μήτρας). Το εννεαδύναμο εμβόλιο έχει 100% αποτελεσματικότητα έναντι των οροτύπων 6, 11, 16 και 18 του HPV, ενώ παρουσιάζει και 96% αποτελεσματικότητα για του οροτύπους31, 33, 45, 52 και 58. Όπως και στα άλλα δυο εμβόλια, η τιτλοποίηση των αντισωμάτων είναι >99% ένα μήνα μετά την τελευταία δόση. Το εννεαδύναμο εμβόλιο συστήνεται σε κορίτσια ηλικίας 9 έως 26 ετών και σε αγόρια 9 έως 15 ετών με περιθώριο εμβολιασμού τα 26 έτη. Επιπρόσθετα, η ασφάλεια και των τριών εμβολίων έχει πιστοποιηθεί τόσο μέσω των οργανωμένων παγκόσμιων δικτύωνφαρμακο-επαγρύπνισης, όσο και μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων στην Ελλάδα και έχει καταδειχθεί, πως καμία σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια δεν συσχετίστηκε με το HPV εμβολιασμό, ενώ το ποσοστό των ανεπιθυμήτων ενεργειών ήταν μικρότερο από το μέσο όρο που εμφανίζουν τα άλλα εμβόλια.

            Συμπερασματικά,ο σύγχρονος τρόπος πρόληψης περιλαμβάνει τόσο τον εμβολιασμό όσο και τη δοκιμασία κατά Παπανικολάου καθώς μολονότι ο εμβολιασμός μπορεί να προλάβει την λοίμωξη έναντι του HPV, η δοκιμασία κατά Παπανικολάου αποτελεί τη βασική εξέταση για την έγκαιρη διάγνωση και προστασία έναντι του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, και αυτό διότι το εμβόλιο δεν προστατεύει πλήρως από όλους τους ογκογόνους τύπους.Εν κατακλείδι, «κάλλιο το προλαμβάνειν, παρά το θεραπεύειν».

images 1

Στον ετήσιο τακτικό έλεγχο της κάθε σεξουαλικά ενεργούς γυναίκας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται η διενέργεια της Δοκιμασίας κατά Παπανικολάου, ενώ η εν λόγω εξέταση μπορεί να πραγματοποιηθεί και σε συντομότερα διαστήματα επί ενδείξεων ή/και υπάρχουσας παθολογίας. Στο ιατρείο μας γίνεται ακριβής διάγνωση της παθολογίας του τραχήλου, αφού παρέχεται η δυνατότητα πλήρους εφαρμογής όλων των σύγχρονων διαγνωστικών τεχνικών: μοριακή τυποποίηση των ιών HPV, κολποσκόπηση, Τεστ Παπ υγρής φάσης (Thin Prep) αλλά και συνεργασία με διαπρεπή κυτταρολόγο. Το συγγραφικό μας έργο και η έρευνα μας στον τομέα είναι διεθνώς δημοσιευμένα και πιστοποιημένα.

Kc8ok2So85DjF2fDmmLEZU 320 80

Στην ιατρική επιστήμη από την αρχαιότητα κυριαρχούσε η άποψη ότι είναι προτιμότερο να προλαμβάνουμε παρά να θεραπεύουμε. Ααυτό ισχύει και στην περίπτωση της κύησης. Μέτρα που παίρνει το ζευγάρι πριν την σύλληψη μπορούν να προλάβουν σοβαρές επιπλοκές για την μητέρα κατά την κύηση και να επιτύχουν ένα υγιές παιδί.
Θα πρέπει περίπου έξι μήνες πριν την προγραμματισμένη κύηση οι υποψήφιοι γονείς να επισκέπτονται τον γυναικολόγο. Εκεί λαμβάνεται λεπτομερές ατομικό αλλά και οικογενειακό ιστορικό και δίδεται ιδιαίτερη έμφαση σε συγγενή νοσήματα που υπάρχουν στο οικογενειακό περιβάλλον. Στην συνέχεια εκτελείται γυναικολογική εξέταση. Αξιολογούμε τα ευρήματα και ανάλογα αποστέλλουμε για εργαστηριακές εξετάσεις τους υποψήφιους γονείς.
Σε γενικές γραμμές  σε ένα υγιές ζευγάρι συμβουλεύουμε την διακοπή του καπνίσματος και την μείωση κατανάλωσης αλκοόλ, τον εμβολιασμό για ερυθρά εφόσον δεν υπάρχουν αντισώματα και την λήψη συμπληρώματος φολικού οξέος από την γυναίκα.
Σε περίπτωση που η υποψήφια μητέρα έχει κάποιο χρόνιο νόσημα εξετάζουμε την βαρύτητα της  νόσου, την επίδραση μιας  επικείμενης κύησης σε αυτή καθώς και την επιβάρυνση που προκαλεί η νόσος στο αποτέλεσμα της κύησης. Επίσης ιδιαίτερη σημασία δίδεται στην τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγής όταν λαμβάνονται σκευάσματα με τερατογόνο δράση.
Στην περίπτωση που υπάρχει κάποιο συγγενές νόσημα στην οικογένεια, ζητούνται διευκρινήσεις και επιπλέον ιατρικά στοιχεία  και στην συνέχεια ενημερώνουμε το ζευγάρι για την πιθανότητα εμφάνισης του προβλήματος σε αυτούς καθώς και τους τρόπους προγεννητικής διάγνωσης ή θεραπείας.      

Σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε να προλάβουμε την γέννηση ενός άρρωστου παιδιού αναγνωρίζοντας την πάθηση έγκαιρα. Αυτό γίνεται συνήθως με την αμνιοκέντιση στην 17η-18η εβδομάδα της κύησης ή την λήψη τροφοβλάστης στην 11η-13η, ενώ σήμερα το ελεύθερο εμβρυικό DNA στη μητρική κυκλοφορία, αποτελεί μια ασφαλή και αξιόπιστη λύση στην αναγνώριση πιθανών χρωμοσωμικών ανωμαλιών ή/και μονογονιδιακών νοσημάτων.

Image